απόχα
Смотреть что такое "απόχα" в других словарях:
ἀποχάς — ἀποχά̱ς , ἀποχή distance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόχασον — ἀπόχᾱσον , ἀπό χάω aor imperat act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπόχα — η δυσοσμία, δυσάρεστη οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *απόχα < απο χύνω «αναδίδω». Κατ άλλους < μπούφφα < *υπ όμφα] … Dictionary of Greek
πόχα — η, Ν η αλιευτική απόχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόχη / απόχα (< υπόχη), με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek