απόχα

απόχα
η см. απόχη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απόχα" в других словарях:

  • ἀποχάς — ἀποχά̱ς , ἀποχή distance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόχασον — ἀπόχᾱσον , ἀπό χάω aor imperat act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπόχα — η δυσοσμία, δυσάρεστη οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *απόχα < απο χύνω «αναδίδω». Κατ άλλους < μπούφφα < *υπ όμφα] …   Dictionary of Greek

  • πόχα — η, Ν η αλιευτική απόχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόχη / απόχα (< υπόχη), με σίγηση τού αρκτικού α ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»